ξίγκι

ξίγκι
το
βλ. ξίγγι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξίγκι — το ιού (λ. λατ.), το λίπος: Βγάζει ξίγκι από τη μύγα (είναι τσιγκούνης, φιλάργυρος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξίγγι — και ξίγκι και ξύγκι, το 1. πάχος, λίπος που βρίσκεται κάτω από το δέρμα 2. κοινή ονομασία τής βουβωνοκήλης, αλλ. σπάσιμο, κατέβασμα 3. φρ. α) «βγάζει κι από την μύγα ξίγγι» λέγεται για άτομο που αποβλέπει μόνο στο συμφέρον του και εκμεταλλεύεται… …   Dictionary of Greek

  • οξύγγιον — ὀξύγγιον και ὀξάγγιον, τὸ (Α) 1. χοιρινό λίπος, ξίγκι, λαρδί 2. πληθ. λιπαντική ουσία για τους άξονες τής άμαξας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. axungia «χοιρινό λίπος»] …   Dictionary of Greek

  • πάχος — το, ΝΑ 1. (για στερεά σώματα) η μικρότερη από τις τρεις διαστάσεις τους, κν. το χόντρος 2. (για πρόσ. και ζώα) α) (γενικά) η συνολική μάζα τού σώματος β) παχυσαρκία, υπερβολικό βάρος τού σώματος 3. (για υγρά) χαρακτηρισμός τής ρευστότητας,… …   Dictionary of Greek

  • σταίς — και σταῖς, αιτός και στάς, ατός, τὸ, Α 1. ζυμάρι από αλεύρι ποικιλίας σιταριού (α. «στὰς ἄνευ τοῡ ι ὁ Ἀττικὸς λέγει ὁ δὲ Ἴν σταῑς», Φώτ. β. «ἀνέλαβε δὲ ὁ λαὸς τὸ σταῑς αὐτών πρὸ τοῡ ζυμωθῆναι τὰ φυράματα», ΠΔ γ. «φυρῶσι μὲν τὸ σταῑς τοῑσι ποσί»,… …   Dictionary of Greek

  • αλειμματοκέρι — το ιού, κερί από ξίγκι: Αυτό δεν είναι κερί, είναι αλειμματοκέρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κήλη — η ξίγκι, σπάσιμο: Έχει κήλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λίπος — το ους 1. παχύρρευστη ουσία που υπάρχει κάτω από το δέρμα, το πάχος, το ξίγκι: Το χοιρινό κρέας έχει πολύ λίπος. 2. κάθε παρόμοια ουσία: Τα φυτικά λίπη είναι πιο υγιεινά από τα ζωικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μύγα — η 1. δίπτερο βλαβερό έντομο (αλογόμυγα, κρεατόμυγα, μύγα της ελιάς)· υποκορ. μυγίτσα, μυγούλα, μυγάκι. 2. φρ., «Σαν μύγα σε βλέπω», σε αγνοώ, σε περιφρονώ· «Βγάζει κι απ τη μύγα ξίγκι», για φιλάργυρους· «σαν τη μύγα μες στο γάλα», για κάτι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξύγκι — το βλ. το ορθό ξίγκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”